
(Φωτ.: Κατάρ)
Ειδικού συνεργάτη
Η διπλωματική «απομόνωση» του Κατάρ ήρθε σαν την καλοκαιρινή μπόρα στον ειδησεογραφικό ουρανό της Ελλάδας.
Στην Ελλάδα τίτλοι παραπλανητικοί, όπως «Οι αραβικές χώρες διέκοψαν τις σχέσεις με το Κατάρ λόγω τρομοκρατίας» δημιουργούν εντυπώσεις καθώς μετά βίας τέσσερις αραβικές χώρες το έπραξαν, συνυπολογίζοντας την Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο, και την αγωνιζόμενη για επιβίωση επίσημη κυβέρνηση της Υεμένης, ή την κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης (!) και το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ινδικού, τις Μαλδίβες…
Σημαντική -συμβολική- διπλωματική επιτυχία μέσα σε αυτό το κλίμα, η διπλωματική εκπροσώπηση της Αιγύπτου από την χώρα μας.
Φυσικά δεν ήταν κάτι το ξαφνικό όπως τέτοια πράγματα δεν είναι ποτέ ξαφνικά, αλλά είναι αποτελέσματα κλιμάκωσης πολιτικών που στην αρχή φαίνονται δίχως ιδιαίτερη σημασία ή θεωρούνται ακόμη και ως επιφανειακότητες.
Όταν το Κατάρ έστηνε το αλ-Τζαζίρα, (1996) ήταν ίσως το πρώτο σοβαρό βήμα διαφοροποίησης από τις έως τότε πολιτικές των Μοναρχιών του Κόλπου και των άλλων αραβικών καθεστώτων.
Ήταν το πρώτο σοβαρό σημάδι αλλαγής μετά την εσωτερική δυναστική ανατροπή στο μικρό αλλά πλούσιο Εμιράτο (όσο περίπου η Πελοπόννησος) και την ανάληψη της εξουσίας από τον Χάμαντ μπιν Χαλίφα Αλ Θάνι.
Μία πρωτοφανής ελευθερία λόγου για κρατικά αραβικά δεδομένα – εννοείται χωρίς εξάρσεις κατά του Ισλάμ ή της καταριανής μοναρχίας – πλην όμως για πρώτη φορά εκδηλωνόταν η αντίθεση στην πολιτική Μπους κατά τον πόλεμο του Ιράκ ή ασκείτο κριτική στις άλλες αραβικές μοναρχίες.
Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, μετά την πτώση της Χίλλαρυ Κλίντον από το αξίωμα της Υπουργού Εξωτερικών, απέναντι στο Ιράν και την Συρία, έδειξε ότι οι ΗΠΑ στρέφονται προς μία ρεαλιστική εξωτερική πολιτική, συνειδητοποιώντας ότι η Σαουδαραβία και οι σύμμαχοί της, έχουν την δική τους ισλαμική ατζέντα, την οποία άρχισαν να εφαρμόζουν από την εποχή της παρέμβασης στο Αφγανιστάν με όλες τις συνέπειες που γνωρίσαμε.
Με αφορμή την ανοικοδόμηση, το Κουβέιτ είχε ήδη αποστασιοποιηθεί από την σύγκλιση των Μοναρχιών του Κόλπου και τις πολιτικές τους παρεμβάσεις, προτιμώντας το πολιτικό περιθώριο αφού πλήρωσε ακριβά την ευθεία ανάμιξή του στον Περσοϊρακινό πόλεμο.
Το Κατάρ φαίνεται να προσπάθησε – ίσως πρόωρα – να αποστασιοποιηθεί και αυτό, ασκώντας προπαγάνδα με το Αλ-Τζαζίρα και χρηματοδοτώντας παραδοσιακά ισλαμιστικά κόμματα (Χαμάς-Αδελφούς Μουσουλμάνους κλπ) και άλλες παλαιστινιακές ή αραβικές οργανώσεις σε μία πολιτική τήρησης ισορροπιών και παναραβισμού, όπως λίγο-πολύ όλες οι μοναρχίες.
Φαίνεται ότι διέβλεψε τις αναγκαιότητες των καιρών, στο πλαίσιο μίας νέας πολιτικής στόχευσης, την οποία τώρα θα μπορούσε να επιτύχει με τις παραδοσιακές αυστηρές ισλαμιστικές, αλλά όχι πλέον σαλαφιστικές ιδεολογίες των Αραβικών Μοναρχιών. Με απλά λόγια φαίνεται ότι η παραδοσιακή πολιτική προσέγγιση των Αδελφών Μουσουλμάνων κρίθηκε ρεαλιστικότερη από την σκληροπυρηνική σαλαφιστική.
Στην θύελλα της Αραβικής Άνοιξης, σωστά διέβλεψε ότι μόνο το παραδοσιακό υπερσυντηρητικό πολιτικό Ισλάμ είχε πιθανότητες ευρείας λαϊκής αποδοχής, όπως φάνηκε από την εκλογή του Μόρσι στην Αίγυπτο και τις εκλογικές επιτυχίες της Νάχδα στην Τυνησία.
Η ρήξη ξεκίνησε με την υπονόμευση του Μόρσι από τους σαλαφιστές στην Αίγυπτο και την ανατροπή του ισλαμικού του καθεστώτος από τον στρατό, κάτι που χωρίς την στήριξη των σαλαφιστών και της Σαουδαραβίας δεν θα μπορούσε να είχε επιτύχει.
Εξ ίσου και στην Τυνησία η αρχική επιτυχία των Αδελφών Μουσουλμάνων πολεμήθηκε και στις εκλογές του 2014 έχασαν την μισή εκλογική τους δύναμη, ερχόμενοι δεύτεροι.
Η «παναραβική» πολιτική του Κατάρ δημιούργησε περαιτέρω περιπλοκές ως εκ τούτου και στην σχέση τους με την Αίγυπτο, η οποία εν τω μεταξύ ανέπτυξε μία συμβιωτική σχέση με τους Σαουδάραβες (χρηματοδότηση έναντι στρατιωτικής ασφάλειας) παρά τις διαμετρικά αντίθετες ιδεολογίες τους.
Πάνω σε αυτά, η επιδίωξη για προσέγγιση με το Ιράν την ώρα που η Σαουδική Αραβία βρίσκεται στην κορύφωση της αντιπαράθεσης μαζί του, αναπόφευκτα οδηγούν σε όξυνση των σχέσεων με το Κατάρ.
Χαρακτηρίζεται η πολιτική του Κατάρ ως αντιφατική, όμως αν την δει κανείς μέσα από ένα παναραβικό πρίσμα παραδοσιακής ισλαμιστικής πολιτικής και σταθερής συμμαχίας με την Δύση και ειδικά τις ΗΠΑ, μόνο αντιφατική δεν είναι, αλλά πολύ ρεαλιστική, ίσως πρόωρα ρεαλιστική.
Από την άλλη πλευρά η Σαουδαραβική πολιτική είναι εκείνη που οδηγεί σε αδιέξοδα και αντιφάσεις: Από την μία στηρίζεται στο Ισραήλ στο πλαίσιο της αντιρανικής και αντισιιτικής πολιτικής της, από την άλλη πριμοδοτεί κάθε ακραία ισλαμιστική οργάνωση όλα αυτά τα χρόνια κι ενώ επαγγέλλεται το πολιτικό Ισλάμ, στηρίζει την καταστολή του στην Αίγυπτο. Ισχυρός σύμμαχος της Δύσης που όμως η ιδεολογία του σε τίποτε δεν συμβαδίζει μαζί της. Η αποτυχία της Σαουδαραβικής πολιτικής να κυριαρχήσει μέσω της Αραβικής Άνοιξης στον αραβικό κόσμο έχει οδηγήσει στην αδιαλλαξία της απέναντι στους σιίτες Χούθι, κάνοντας το αδιέξοδο ακόμη πιο απελπιστικό.
Η μεσολάβηση του Κουβέιτ δεν ξέρουμε τι αποτέλεσμα θα έχει, πάντως μέχρι τώρα η στάση των ΗΠΑ είναι ομιχλώδης και δύσκολα θα εκδηλώσει προτίμηση προς την μία ή την άλλη πλευρά όπως έσπευσε να πράξει το Ισραήλ.