Σε νέο σιωπηρό “άδειασμα” της Τουρκίας φαίνεται να έχουν προχωρήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικό μαχητικό. Αυτό προκύπτει από την ανακοίνωση του Πενταγώνου ότι τα 12 μαχητικά Boeing F-15 που είχαν αναπτυχθεί πριν από ενάμιση περίπου μήνα στην αεροπορική βάση στο Ιντσιρλίκ, αποσύρονται.
Η απόφαση ανακοινώθηκε μόλις μία ημέρα μετά την επίσκεψη του Αμερικανού Υπουργού Άμυνας Άστον Κάρτερ στο Ιντσιρλίκ. Αν και παρουσία του ήταν σύντομη, ο υπουργός δεν είχε συνάντηση με υψηλόβαθμα στελέχη της Τουρκικής Κυβέρνησης.
Στις 6 Νοεμβρίου η Αμερικανική Αεροπορία είχε αναπτύξει σε αποστολή στην τουρκική βάση, έξι F-15C και έξι F-15E, με σκοπό να παράσχουν κάλυψη του τουρκικού εναέριου χώρου από απειλές. Η μόνη απειλή, όμως, που φαίνεται να υπολόγιζε η Ουάσινγκτων ήταν η παρουσία των ρωσικών μαχητικών.
Επίσης, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Επισμηναγού Τόμας Μπέργκερ, Εκπροσώπου Τύπου των Αμερικανικών Αεροπορικών Δυνάμεων στην Ευρώπη, η ανάπτυξη των F-15 ήταν εξαρχής σχεδιασμένη να είναι σύντομη, όχι μόνο ως απάντηση σε αίτημα της Τουρκίας, αλλά και ως άσκηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης μαχητικών σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Δεδομένου ότι η ανάπτυξη έγινε κατόπιν αιτήματος της Τουρκικής Κυβέρνησης, που ζήτησε την κάλυψη του εναέριου χώρου της από συμμαχικά μέσα, η σύντομη απόσυρσή τους είναι μία ακόμα “ηχηρή” προειδοποίηση προς την Άγκυρα, για τις καιροσκοπικές της επιδιώξεις, όπως εκφράστηκαν με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, αλλά και με το λαθρεμπόριο-στήριξη στο Ισλαμικό Κράτος. Να υπενθυμίσουμε ότι δεν είναι η πρώτη τέτοιου είδους προειδοποίηση, καθώς προηγήθηκε η χωρίς “έγκαιρη προειδοποίηση”, απόσυρση των αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot των ΗΠΑ.
Το Πεντάγωνο δε δίνει μεγάλη έκταση στο ζήτημα, αναφέροντας ότι τα μαχητικά βρίσκονται στην Ευρώπη και οποιαδήποτε στιγμή απαιτηθεί μπορούν να αναπτυχθούν και πάλι στην Τουρκία, ενώ τα Α-10 θα παραμείνουν προς υποστήριξη των αποστολών κατά του ΙΚ. Επίσης, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι τονίζουν ότι δεν υπάρχει επιχειρησιακό κενό, καθώς στην περιοχή έχουν αναπτυχθεί τόσο τα γαλλικά όσο και τα βρετανικά αεροπορικά μέσα.
Το γεγονός δείχνει ότι η στρατηγική που προσπάθησε να ακολουθήσει η Τουρκία στο θέμα της Συρίας κάθε άλλο παρά επιτυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Για άλλη μια φορά θα προστρέξουμε στις Διεθνείς Σχέσεις που ως ολοκληρωμένη θεωρία μπορούν να εξηγήσουν τέτοια φαινόμενα. Η στρατηγική της εντάσσεται σε αυτό που αναφέρεται στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, ως στρατηγική μικρών δυνάμεων και συγκρούσεις χαμηλής έντασης. Στη συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, η Τουρκία αποτελεί τη μικρή δύναμη σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ρωσία που είναι οι μεγάλες.
Υπάρχουν αρκετά ιστορικά παραδείγματα όπου μικρές δυνάμεις προσπαθούν να πετύχουν τους στόχους τους έναντι μιας μεγαλύτερης δύναμης ή μιας χώρας που υποστηρίζεται από μια μεγάλη δύναμη, κλιμακώνοντας ελεγχόμενα μια διένεξη (αφήνοντας πάντοτε κάτι στην τύχη ώστε να είναι αξιόπιστη η απειλή), προκειμένου να εξαναγκάσουν άλλες μεγάλες δυνάμεις να επέμβουν υπέρ τους, προκειμένου να αποτρέψουν την κλιμάκωση από το να φτάσει στο επίπεδο της πλήρους σύγκρουσης με κάποια συμφωνία θετική για τις επιδιώξεις τους.
Δύο τέτοια κλασικά παραδείγματα είναι ο πόλεμος στο Καργκίλ (περιοχή Κασμίρ) το 1999, μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, και ο Πόλεμος Φθοράς μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου, την περίοδο 1967-70.
Το Πακιστάν όντας μικρότερο (οικονομικά, στρατιωτικά και γενικότερα πολιτικά) από την Ινδία, προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός στο Καργκίλ, καταλαμβάνοντας αιφνιδιαστικά ινδικό έδαφος. Γνωρίζοντας ότι αυτό θα προκαλούσε την αντίδραση της Ινδίας και πιθανή κλιμάκωση ακόμα και στο επίπεδο της χρήσης πυρηνικών όπλων, έχοντας τελικά εξαπολύσει τέτοια απειλή, ανέμενε την εμπλοκή των ΗΠΑ με το μέρος του και τον ταυτόχρονο εκφοβισμό της Ινδίας από την Κίνα με την οποία το Νέο Δελχί έχει εδαφική διαμάχη στην περιοχή Σιαντσέν του Κασμίρ.
Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, οι ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπαν την χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, ειδικά από μία χώρα της οποίας η ηγεσία είχε επιδείξει χαρακτηριστική ανωριμότητα στην κλιμάκωση φτάνοντας μέχρι την πυρηνική απειλή, ενώ η ίδια ηγεσία ήταν πολιτικά ασταθής και ελεγχόμενη από ένα κέντρο αποφάσεων, όπως ο Στρατός (την εποχή εκείνη Αρχηγός ΓΕΕΘΑ του Πακιστάν και εμπνευστής της στρατηγικής στο Καργκίλ ήταν ο Στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ, μετέπειτα πρωθυπουργός). Αδρανής ήταν επίσης η στάση της Κίνας και του ΟΗΕ, που δεν παρενέβησαν με τρόπο που να προωθούσε μια εκεχειρία εις βάρος της Ινδίας, εδραιώνοντας την πακιστανική παρουσία στα ινδικά εδάφη.
Το Πακιστάν διέγνωσε με λάθος τρόπο την ισορροπία ισχύος, θεωρώντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα προέβαιναν σε μια λύση υπέρ του. Φαίνεται ότι η Τουρκία διέπραξε το ίδιο λάθος, υπολογίζοντας ότι η Ρωσία είναι σε δυσχερή θέση λόγω της Ουκρανίας και λόγω της κρίσης στην Κριμαία, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θα ταυτίζονταν μαζί της, παρά την ακραία φύση της κατάρριψης του αεροσκάφους ως ενέργεια.
Ταυτόχρονα, θεωρούμε εξαιρετικά πιθανό ότι η Τουρκία παρασύρθηκε τόσο από την Σαουδική Αραβία, η οποία όχι μόνο στηρίζει τόσα χρόνια το τουρκικό Ισλάμ του Ταγίπ Ερντογάν και την τουρκική οικονομία με μεγάλες εισροές κεφαλαίων, αλλά είναι και αντίθετη στη ρωσική παρουσία στην Συρία, προσφέροντας έμμεσα, όπως διαφαίνεται, στήριξη σε όχι και τόσο μετριοπαθείς αντιστασιακές ομάδες εντός της Συρίας… Επίσης, ας μην ξεχνάμε και τον κουρδικό παράγοντα, ο οποίος από “τρομοκρατικός” έχει γίνει ο καλύτερος σύμμαχος σε ένα κρίσιμο περιβάλλον ασφαλείας.
Επιπλέον, αν και το Ισραήλ φαίνεται να είναι το μόνο που απολαμβάνει μιας σχετικής ηρεμίας, αφού όλοι οι γειτονικοί του αντίπαλοι βρίσκονται σε συγκρούσεις, μακροπρόθεσμα χάνει τόσο λόγω της παρουσίας της Ρωσίας, όσο και της επέκτασης της ισχύος του Ιράν. Το τελευταίο αποδεικνύεται ως ένας από τους πλέον ορθολογικούς δρώντες στην Μέση Ανατολή, με δυνατότητα ανάληψης ευθυνών (σε αντίθεση με τις παντού εμπλεκόμενες αλλά χωρίς φυσική παρουσία μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, με εξαίρεση την Υεμένη), την ίδια στιγμή που υπάρχει ομαλοποίηση των σχέσεών του με την Δύση.
Για όλους αυτούς τους λόγους, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του ηγεμονικού χαρακτήρα της ηγεσίας της (για να πάμε και στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης των Διεθνών Σχέσεων), φαίνεται ότι η Τουρκία οδηγήθηκε σε μια λάθος απόφαση. Αν και το ΝΑΤΟ είχε δώσει δείγματα δυσαρέσκειας για την τουρκική πολιτική το προηγούμενο διάστημα, η Άγκυρα θεώρησε ότι σε μια μεγάλη κρίση, η οποία θα άγγιζε τον πυρήνα των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ και των ΝΑΤΟϊκών κρατών, θα είχε τελικά με το μέρος της την Δύση. Φαίνεται ότι προέκυψε ένα ακόμα παράδειγμα αυτού που η θεωρία λήψης αποφάσεων των Διεθνών Σχέσεων χαρακτηρίζει ως λάθος αντίληψη (misperception).
Η Τουρκία έχει εμπλέξει τον εαυτό της σε ένα σπιράλ από το οποίο δεν μπορεί να βγει αλώβητη. Οι ηγεμονικές δυνάμεις είναι αρκετές φορές καταδικασμένες να καταλήγουν έρμαια του “μεγαλείου” τους και λόγω της κακής διάγνωσης του διεθνούς συστήματος. Η νέα περίοδος που εγκαινίασε η τουρκική ηγεσία απαιτεί επάρκεια συντελεστών ισχύος τους οποίους η Τουρκία δε φαίνεται να διαθέτει, καθότι το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο επιτυχίας που παρουσίασε τα τελευταία χρόνια είναι τεχνητό και πιθανόν να αποδομηθεί σταδιακά στο μέλλον.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα θα εμφανιστούν με διαφόρους τρόπους. Για αυτό η ελληνική ηγεσία θα πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες εξυπηρέτησης των συμφερόντων της ώστε να αποτελέσει ορθολογικό δρων με ικανότητα ανάληψης ευθυνών, που θα εξυπηρετούν και τις μεγάλες δυνάμεις. Σε αυτές δεν θα υπολογίζαμε την Γερμανία, λόγω της ανικανότητας που έχει επιδείξει σε κρίσιμα ζητήματα της ΕΕ (τρομοκρατία, μεταναστευτικό, άμυνα, οικονομική σταθερότητα) και λόγω της προσκόλλησής της στις σχέσεις με την Ρωσία, παρά την κρίση στην Ουκρανία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποκόψει τις σχέσεις της με την Μόσχα – το αντίθετο θα λέγαμε), καθώς και στην παραδοσιακό “εντυπωσιαμό” της από τον Μεγάλο Ασθενή.
Θα πρέπει επίσης, να γίνει κατανοητή η λειτουργία των Διεθνών Σχέσεων και να προβούμε σε αναλύσεις χωρίς τους θεωρητικούς ακροβατισμούς περιορισμένης λειτουργικής αξίας θεωρητικών προσεγγίσεων. Η ηγεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ και ο υπουργός κ. Νίκος Κοτζιάς, δείχνει ότι κατανοεί πολύ καλά τόσο το θεωρητικό όσο και το πρακτικό σκέλος της εξωτερικής πολιτικής. Για αυτό ίσως και είναι από τις λίγες φορές που είδαμε την Ελλάδα να δίνει στοιχεία για τις παραβιάσεις και να χρησιμοποιεί τη συγκυρία ώστε να επικοινωνήσει το πρόβλημα σε διεθνές επίπεδο. Ελπίζουμε ότι με ανάλογες ευκαιρίες θα λύσει κι ένα ακόμα πρόβλημα, την προσφώνηση από τα διεθνή ΜΜΕ της ΠΓΔΜ ως “Μακεδονίας”, αποδομώντας σταδιακά το επικοινωνιακό κατασκεύμασμα της ονομασίας της.