Είναι η πρώτη φορά εδώ και περίπου μία δεκαετία που η Ρωσία προχωρά σε σημαντική πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Κίνα. Τη χώρα που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα ή και με κεκαλυμμένη εχθρότητα.
Οι πωλήσεις ρωσικού αμυντικού υλικού προς την Κίνα είχαν ουστιαστικά παγώσει μετά από την πώληση των Su-30MKK η οποία άφησε πικρή γεύση στην κυβέρνηση Πούτιν όταν έγινε πια προφανές ότι η κινεζική βιομηχανία ξεπέρασε τον εαυτό της στην αντίστροφη μηχανική, την κλοπή τεχνολογίας και τη, διαφαινόμενη, ανταγωνιστική παραγωγή στο κοντινό μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν όλα τα ρωσικά συστήματα (συνήθως χαμηλής ή μέτριας τεχνολογίας) που κατέληξαν σε κινεζικά χέρια αντιγράφηκαν αποτελεσματικά και τελικά πουλήθηκαν σε χώρες της Ασίας σε… χαμηλότερες τιμές από τις Ρωσικές. Με την εκμηδένιση του κόστους έρευνας και ανάπτυξης η Κινέζοι κατάφεραν (και συνεχίζουν να επιτυγχάνουν) τόσο την εξασφάλιση στρατιωτικής ισχύος με χαμηλό κόστος όσο και τη σταδιακή υπονόμευση του υποτιθέμενου εμπορικού εταίρου τους.
Η πρόσφατη, ωστόσο, απόφαση του Πούτιν να ξεκινήσει και πάλι εξαγωγές προς την Κίνα φέρνει τώρα τα πάνω κάτω όχι μόνο στην ασιατική αμυντική αγορά αλλά και στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος. Για πρώτη φορά στα χρονικά η Κίνα θα παραλάβει συστήματα ανώτερης τεχνολογίας από εκείνα που παραδίδονται στην Ινδία. Ενώ τα Κινεζικά Su-30MKK ήταν κλάσεις κατώτερα από τα ινδικά Su-30MKI, τώρα τα 4 υποβρύχια Amur-1650 και τα Su-35 που θα παραλάβει η Κίνα τα επόμενα χρόνια υπερβαίνουν αποφασιστικά σε δυνατότητες και τα αντίστοιχα ινδικά Kilo και, πιθανότατα, τα Dassault Rafale. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν Ρώσοι αναλυτές οι οποίοι, ορθώς, υπογραμμίζουν ότι τα πτητικά χαρακτηριστικά του Su-35 ανήκουν σε άλλη κατηγορία από εκείνα του Rafale ενώ και το ρωσικό σύστημα ραντάρ Irbis μπορεί σε διαμόρφωση αέρος-αέρος να διακρίνει και να εγκλωβίσει στόχους από πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις σε σχέση με το αντίστοιχο RBE2 της Thales. Πρόκειται για έναν φονικό συνδυασμό χαρακτηριστικών που ceteris paribus μπορεί να ακυρώσει οποιοδήποτε επιχειρησιακό πλεονέκτημα η Ινδία αποκτά με την προμήθεια του κορυφαίου γαλλικού μαχητικού. Αν η Ινδία αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό εταίρο της Ρωσίας και πιθανό γεωπολιτικό ανταγωνιστή (ή τουλάχιστον εξισορροπητή) της Κίνας για ποιο λόγο η κυβέρνηση Πούτιν αφήνει εκτεθειμένη τη φίλια δύναμη και γέρνει προς τα ανατολικά;
Οι Ρώσοι αναλυτές κάνουν λόγο για επαναπροσδιορισμό του στρατηγικού τριγώνου ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας, υποννοώντας ότι η δυσαρέσκεια της Ρωσίας έναντι των ΗΠΑ (οι οποίες συνεχίζουν το πρόγραμμα αντιβαλλιστικής άμυνας και φαίνεται ότι χρησιμοποιούν τη Ρωσία ως όχημα εξασφάλισης συνεργασίας για ευρύτερα σχέδια στην ευρασιατική ήπειρο) αλλά και ο προβληματισμός της Κίνας έναντι της πρόσφατης στροφής της αμερικανικής στρατηγικής προς τον Ειρηνικό, όλα τα παραπάνω φέρνουν και πάλι κοντά τους μέχρι πρότινους «άσπονδους φίλους».
Αλλά, στο πλατώ της διεθνούς σκηνής η πολιτική δεν έχει πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, το χρήμα ορίζει σε μεγάλο βαθμό τους όρους της προσέγγισης των κρατών. Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ πιθανότατα, η Ρωσία έχει ανάγκη τις εξαγωγές προς την Κίνα εφόσον προσβλέπει σε εκτεταμμένες πωλήσεις στρατιωτικών συστημάτων και υποσυστήματων όπου η κινεζική αντίστροφη μηχανική έχει αποτύχει. Επιπλέον, καθίσταται σταδιακά προφανές ότι στα μάτια των Ρώσων επενδυτών η Ινδία έχει εκτοπιστεί από την Κίνα ως το μελλοντικό Ελντοράντο. Η, κατά τα άλλα ακμάζουσα, ινδική αγορά φαντάζει τώρα μικρή και αναιμική μπροστά στο κινεζικό οικονομικό «θαύμα» το οποία υπόσχεται ροή χρήματος στην υποαποδοτική ρωσική οικονομία. Ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο αφομοιώνεται πια η ιδέα ότι το κινέζικο χρήμα είναι εκείνο το οποίο θα χρησιμεύσει ως υποζύγιο της Ρωσίας στο στρατηγικό σκεπτικό που παραδοσιακά διέπει την ηγεσία: τη διατήρηση μιας εκ των κορυφαίων θέσεων στην παγκόσμια πολιτική επιρροή με την εξέλιξη και ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων… που θα προέλθει από την εξαγωγή σχεδόν αποκλειστικά δύο αγαθών, της ενέργειας και της άμυνας.
Τα μηνύματα έρχονται όλο και πιο συχνά πια. Ρωσία και Κίνα προχωρούν και πάλι σε έναν «τρυφερό» εναγκαλισμό που επιβάλλεται από τις οικονομικές και στρατιωτικές ανάγκες, εκδηλώνεται σε όρους αμυντικής αγοράς και αναδεικνύει για μια ακόμα φορά τον κυνισμό των ισχυρών απέναντι σε παραδοσιακές συμμαχίες, εχθρότητες κεκαλυμμένες ή μη. «Τα πάντα ρει» στο διεθνές σύστημα.