Ο νέος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζων Κέρρυ, επισκέφθηκε την Άγκυρα, όπου είχε συνομιλίες με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Ταγίπ Ερντογάν και τον ομόλογό του Α. Νταβούτογλου. Ωστόσο, προκλήθηκε έντονη αμερικανική δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι στις 27 Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια της συνάντησης της “Συμμαχίας των Πολιτισμών του ΟΗΕ” στη Βιέννη, ο πρωθυπουργός παρομοίασε τον Σιωνισμό ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αντίστοιχο με αυτά του φασισμού, του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας.
Ο Τζ. Κέρρυ δήλωσε ότι όχι μόνο διαφωνεί, αλλά έχει και σοβαρές ενστάσεις για τη θέση του Τ. Ερντογάν. Στόχος, είπε, είναι να μπορέσουν η Τουρκία και το Ισραήλ να έρθουν εγγύτερα, ώστε να υπάρξει ειρήνευση στην Μέση Ανατολή, αλλά με τέτοιες δηλώσεις δημιουργούνται ουσιαστικά περισσότερα προβλήματα. Όσον αφορά τις θέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας στο ζήτημα της Συρίας, απέφυγαν εντέχνως να αναδείξουν τις διαφορές, αλλά να δώσουν έμφαση στην κοινή τους πεποίθηση για πολιτική μετάβαση.
Αντιθέτως ο Α. Νταβούτολγου απέρριψε τις κατηγορίες που θέλουν την Τουρκία να δρα “επιθετικά” έναντι του Ισραήλ, όταν ρωτήθηκε σχετικά από δημοσιογράφους. Τόνισε ότι, “η Τουρκία είναι αντίθετη στον αντισημιτισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της και θα συνεχίσει να έχει αυτήν την στάση, όποιες κι αν είναι οι διμερείς σχέσεις της με το Ισραήλ, το οποίο δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για αναθέρμανση των σχέσεων.”
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να θεωρούν την Τουρκία ως το μοντέλο πολιτικής κοινωνίας που είναι ικανό να αποτελέσει υπόδειγμα για τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Αυτό απαιτεί την ύπαρξη αντίθεσης έναντι του Ισραήλ, ώστε η Άγκυρα να κερδίζει νομιμοποίηση στα μάτια των Αράβων. Αντίστοιχη είναι και η θέση της Τεχεράνης, αλλά στην περίπτωσή της τίθενται άλλα ζητήματα. Από την άποψη αυτή, η στάση της Τουρκίας βολεύει πολιτικά και τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν εν μέρει αντικρουόμενα συμφέροντα στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, σε σχέση με τον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ ή καλύτερα της “ΕΕ της Γερμανίας”.
Αυτό είναι υπόθεση εργασίας που έχει βάση και σε αυτό το πλαίσιο ίσως να μπορούν να θεωρηθούν και οι δυνατότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.