Έν μέσω κρίσης της ευρωπαϊκής οικονομίας και των ευρωπαϊκών θεσμών η Γερμανία, η μόνη οικονομική δύναμη που συνεχίζει να αναπτύσσεται και να ενισχύει τη θέση της σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ανασταίνεται για να γίνει για μία ακόμα φορά σημαντική στρατιωτική δύναμη. Αυτή την πλευρά των ευρωπαϊκών εξελίξεων επιλέγει να αναλύσει ο Νίκολας Κούλις των Νου Γιορκ Τάιμς σε άρθρο με τίτλο «Ο πασιφισμός δεκαετιών δίνει τη θέση του σε μεγαλύτερο στρατιωτικό ρόλο».
Όντως, ο Κούλις έχει δίκιο. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ενισχύονται με ρυθμούς ταχύτερους από ότι στο παρελθόν, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη την αναιμική ενίσχυση των «παραδοσιακών» ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων που τώρα υφίστανται τις πιέσεις της οικονομικής δυσπραγίας.
Δεν πρόκειται βέβαια για έκπληξη. Ιδωμένη από μια ιστορική άποψη, η γερμανική στρατιωτική ενίσχυση δεν είναι παράδοξη και ακολουθεί περίπου τις ίδιες γραμμές με τη βρετανική, την αμερικανική και, περίπου, οποιαδήποτε άλλη ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων μεγάλης δύναμης. Το βρετανικό ναυτικό κατασκευάστηκε για την προστασία του εμπορίου που τροφοδοτούσε τα ταμεία του κράτους (και φυσικά τροφοδοτούσε και τις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις) ενώ ο αμερικανικός στρατός φτιάχτηκε βασισμένος στην ακμαία οικονομία των αρχών του 20ου αιώνα για να προασπίσει τα παγκόσμιου χαρακτήρα αμερικάνικα συμφέροντα μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αναταράξεων και κλιμακούμενου ανταγωνισμού.
Ασφαλώς, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε κράτους επηρέασαν το ρυθμό και το χαρακτήρα της εξοπλιστικής προσπάθειας. Ο βρετανικός «κόσμοπολιτισμός» και ο αμερικανικός απομονωτισμός καθόρισαν το πότε και σε ποιο τομέα θα διοχετεύονταν χρήμα και πολιτικό κεφάλαιο για να κατασκευαστούν εξοπλισμοί. Ομως, αυτές οι κρατικές ιδιαιτερότητες δεν αποτέλεσαν παρά παρεμβαίνουσες μεταβλητές σε μια, περίπου προδιαγεγραμμένη διαδικασία μετατροπής της οικονομικής ισχύος σε στρατιωτική. Με αλλά λόγια, τα ισχυρά κράτη απέκτησαν και αποκτούν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ένας υφέρπων μιλιταρισμός ή αυτοκρατορική διάθεση. Το διεθνές περιβάλλον επιτάσσει την προετοιμασία για ενδεχόμενες προκλήσεις αλλά και την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης του διεθνούς συστήματος από τους ισχυρότερους.
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι, εντούτοις, ιδιάζουσα και το άρθρο του Κούλις διφορούμενο. Είναι μια εξοπλισμένη Γερμανία επικίνδυνη ή απλώς αναλαμβάνει σταδιακά τις ευθύνες που της αναλογούν;
Ως οικονομία με εξαιρετική ανταγωνιστικότητα, με μισθούς υπό αυστηρούς περιορισμούς, με έμφαση στις εξαγωγές σε κράτη στα οποία τα (δανεισμένα) κεφάλαια έρεαν ελεύθερα, η Γερμανία σκαρφάλωσε στην κορυφαία θέση της Ευρωπαϊκής οικονομίας και… φόρτωσε τα στρατιωτικά βάρη σε άλλους. Αυτό υποστηρίζει, ορθώς , ο Κούλις. Ο Γερμανικός πασιφισμός που προέκυψε από το σοκ της θηριωδίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εξασφάλισε μεν τον περιορισμό των αμυντικών δαπανών ώστε η Γερμανία να μην καταστεί «ποτέ ξανά» μια (επιθετική) στρατιωτική υπερδύναμη αλλά το δόγμα που εφαρμόστηκε ήταν η μετακύλιση των στρατιωτικών υποχρεώσεων στις παραδοσιακές μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) αλλά και σε τρίτες χώρες με την πώληση οπλικών συστημάτων που και πάλι ενίσχυαν το εξαγωγικό και βιομηχανικό πλεονέκτημα της γερμανικής οικονομίας. Έτσι δημιουργήθηκε ένα παράδοξο στη συζήτηση για τη Γερμανία του σήμερα. Την ίδια στιγμή που η Der Spiegel κατηγορούσε τη Καγκελάριο Μέρκελ ως την πιο «πολεμοχαρή» μεταπολεμική Κακγκελάριο που υπερασπίστηκε μέχρι εσχάτων τα συμφέροντα γερμανικών κολοσσών στρατιωτικών εξοπλισμών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (ECFR – European Council of Foreign Relations) έπαιρνε την ακριβώς αντίθετη θέση: η Γερμανία είναι Η ευρωπαϊκή δύναμη με αποφασιστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά αλλά και τα παγκόσμια τεκταινόμενα και αύτο σημαίνει ότι πρέπει να αναλάβει επιτέλους και την ευθύνη προάσπισης των γερμανικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων προσφέροντας (και) στρατιωτική ισχύ.
Ωστόσο, η Γερμανική κυβέρνηση παραμένει περιχαρακωμένη στα ταμπού του παρελθόντος ακολουθώντας όλα τα κλισέ της δύναμης που θέλει να μείνει «απ’ έξω» βάζοντας άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Ναι, η Γερμανία έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, αλλά σε ασφαλείς θέσεις, ενώ έστειλε επιθετικά ελικόπτερα Tiger μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Αποτέλεσμα είναι οι Γερμανικές απώλειες από την εμπλοκή στο Αφγανιστάν να είναι… μηδέν για το 2012 και 53 συνολικά! Είναι αστείο αλλά ακόμα και ο «απειλητικός» (!!!) Καναδάς ή η «αυτοκρατορική» (!!!) Αυστραλία έχουν επενδύσει και απωλέσει περισσότερα από τη Γερμανία (με συμφέροντα από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη) στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Ο Όλαφ Μπένκε του ECFR είναι καυστικός αλλά δίκαιος όταν ισχυρίζεται ότι δεν είναι υγιής μια Ευρώπη όπου η Γερμανία κυριαρχεί σε κάθε οικονομικό ζήτημα αλλά απέχει επιδεικτικά όταν οι καταστάσεις γίνονται «βρώμικες» και απαιτούν αποφάσεις που ίσως να προκαλέσουν απώλειες. Η αλήθεια είναι ότι η επικρατούσα γερμανική πολιτική κουλτούρα δεν απέχει πολύ από τα προαναφερθέντα. Χαρακτηριστικά, τις δηλώσεις του Γερμανού Προέδρου Χερστ Κέλερ ότι τα συμφέροντα της Γερμανίας απλώνονται σε μήκη και πλάτη της υφηλίου που επιτάσσουν το στρατιωτικό ενδιαφέρον και την συμβολή της Γερμανίας ακολούθησε λαϊκή κατακραυγή η οποία οδήγησε και στην παραίτησή του!
Παρόλο που κανένας δεν θέλει να δει την επανάληψη της Γερμανικής θηριωδίας του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, κανένας δεν θέλει να ζήσει την καταστροφή ενός πολέμου τέτοιας βιαιότητας, εντούτοις κανένας δεν θα επιθυμούσε οι δυνάμεις που καθορίζουν το μέλλον της υφηλίου να μην έχουν το όραμα και την υπευθυνότητα να διαχειριστούν την ισχύ τους προς όφελος δικό τους και της διεθνούς κοινότητας. Οι ΗΠΑ έπαιξαν το ρόλο του «υπεύθυνου» διαχειριστή, συχνά απογοήτευσαν με τις δράσεις τους αλλά αρκετές φορές πρόσφεραν ασφάλεια στη διεθνή κοινότητα. Ας το δούμε διαφορετικά, με τη σαρωτική ισχύ που οι ΗΠΑ διέθεταν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα μπορούσαν να προκαλέσουν τεράστια ζημία αν δεν διαχειρίζονταν με κάποια υπευθυνότητα τα παγκόσμια ζητήματα.
Επειδή εμείς οι Έλληνες έχουμε νιώσει «στο πετσί μας» την έλειψη οράματος, στόχων, αποφασιστικότητας και δυνατοτήτων ηγεσίας της Γερμανίας στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν θα πρέπει να μας φαίνεται περίεργο που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι (αλλά και οι Αμερικανοί) αρχίζουν να ανησυχούν με τη διφορούμενη (τουλάχιστον) στάση της Γερμανίας απέναντι και στις σύγχρονες προκλήσεις ασφάλειας. Το ότι η Γερμανία θα γίνει μεγάλη στρατιωτική δύναμη είναι δεδομένο, ίσως μάλιστα να είναι το μόνο κράτος που μακροχρόνια μπορεί να στηρίξει κάποια κοινή Ευρωπαϊκή Στρατιωτική Δύναμη. Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι το αν πρέπει ή όχι η Γερμανία να εξοπλιστεί περαιτέρω ή να καταστεί περισσότερο δραστήρια στο διεθνές πεδίο. Το αιτούμενο είναι, σε αντίθεση με το παρελθόν, η Γερμανία να λειτουργήσει με υπευθυνότητα αναλογιζόμενη ότι η ισχύς δημιουργεί ευθύνες και οι ευθύνες έχουν κόστος. Και η (νέα) ηγέτιδα δύναμη θα πρέπει να το καταβάλει, σε όρους οικονομικούς και στρατιωτικούς.
Αν κρίνουμε από τα πεπραγμένα των τελευταίων τριών ετών, η σημερινή ηγεσία της Γερμανίας δεν δείχνει δυστυχώς έτοιμη να διαχειριστεί την ισχύ και την ευθύνη που έχει στα χέρια της. Και, για να γυρίσουμε στον τίτλου του άρθρου των Νιου Γιορκ Τάιμς, ο πασιφισμός στη Γερμανία όντως απομακρύνεται αλλά ο νέος ρόλος του Βερολίνου αργεί ακόμα.